Εαρινή Συμφωνία
(απόσπασμα)
I
Θ’ αφήσω/ τη λευκή χιονισμένη κορφή
που ζέσταινε μ’ ένα γυμνό χαμόγελο
την απέραντη μόνωσή μου.
Θα τινάξω από τους ώμους μου
τη χρυσή τέφρα των άστρων
καθώς τα σπουργίτια
τινάζουν το χιόνι/ απ’ τα φτερά τους.
Έτσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος/ θα περάσω
κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες
των χαδιών σου/ και θα ραμφίσω
το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
Θα ‘μια το γλυκό παιδί
που χαμογελάει στα πράγματα
και στον εαυτό του
χωρίς δισταγμό και προφύλαξη.
Σα να μη να γνώρισα/ τα χλωμά μέτωπα
των χελιδονιάτικων δειλινών
τις λάμπες των άδειων σπιτιών
και τους μοναχικούς διαβάτες
κάτω απ’ τη σελήνη/ του Αυγούστου.
II
Είχα κλείσει τα μάτια
για να ατενίζω το φως.
Τυφλός./ Είχα κάψει τη φλόγα
για να αναπνέω.
…………………………………..
Κι ήρθες εσύ. […]
III
[…] Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;
IV
Βηματίζεις/ μέσα στα σκονισμένα δωμάτιά μου
μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα
που ευωδιάζει πράσινα φύλλα
φρεσκοπλυμένο ουρανό/ και φτερά γλάρων
πάνω από θάλασσα πρωινή.
Μέσα στο βλέμμα σου ηχούν
κάτι μικρές φυσαρμόνικες
από κείνες που παίζουν
τα πολύ εύθυμα παιδιά
στις εαρινές εξοχές.
Αγάπη, αγάπη,
δε μού ‘χες φέρει εμένα
μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.
Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ’ ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ’ τη σιωπή και το τραγούδι.
Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε που είσαι, ω αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν’ αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν’ απολογηθώ.
Τι ν’ απαντήσω, αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του “αδέσμευτου”.
Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
“Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα”.
Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, αγάπη.
Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες νά ‘ρθεις, αγάπη.
Γι’ αυτό κι οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου, αγάπη.
Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ’ τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω αγάπη.
Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ’ τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, αγάπη.
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ’ αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα, αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ‘βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω αγάπη.
XV
Άξιζε να υπάρξουμε για
να συναντηθούμε.
Το φιλί μας εσφράγισε
την αιώνια σιγή.
Δε μένει πια κενή
μήτε μια ρόδινη γωνία
των κυττάρων μας.
Τίποτ’ άλλο.
Τίποτ’ άλλο.
Να φύγουν οι σκιές και τα φώτα
απ’ το χλωρό μέτωπό σου.
Ρίξε στη φωτιά
τα ξερά δάφνινα στεφάνια
που ρυτιδώνουν το φέγγος
του ερωτικού κοιτώνα μας.
Τι προσθέσει ένα διάδημα
στο διάδημα
των φιλημένων μαλλιών μας;
Νυχτώνει.
Ένα θάμβος λευκό αιωρείται
πάνω απ’ το σύσκιο δάσος
- μια σειρά περιστέρια
- - τα επερχόμενα χάδια μας.
Συγχώρεσέ με, αγάπη,
που απόψε τραγουδώ
αυτές τις ασημένιες ώρες
που θα ‘πρεπε τα χέρια μου να υψώνω
στ’ αστέρια των μαλλιών σου.
Ρίχνω ένα ψίχουλο
στα πληγωμένα αηδόνια
που ‘χαν ταϊσει
κάποτε με φως
την πληγή μου.
XVI
Χαρὰ χαρά.
Δὲ μᾶς νοιάζει
τί θ᾿ἀφήσει τὸ φιλί μας
μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι.
Ἀγγίξαμε
τὸ μέγα ἄσκοπο
ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του.
Ὁ Θεὸς
πραγματοποιεῖ τὸν ἑαυτό του
στὸ φιλί μας.
Περήφανοι ἐκτελοῦμε
τὴν ἐντολὴ τοῦἀπείρου.
Ἕνα μικρὸ παράθυρο
βλέπει τὸν κόσμο.Ἕνα σπουργίτι λέει
τὸν οὐρανό.
Σώπα.
Στὴν κόγχη τῶν χειλιῶν μαςἑδρεύει τὸἀπόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ἀκοῦμε
μὲς στὸ γαλάζιο βράδι
τὴν ἀνάσα τῆς θάλασσας
καθὼς τὸ στῆθος κοριτσιοῦ εὐτυχισμένου
ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ χωρέσει
τὴν εὐτυχία του.
Ἕνα ἄστρο ἔπεσε.
Εἶδες;
Σιωπή.
Κλεῖσε τὰ μάτια.
XXVII
…………………………….
Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ’ όλες τις παπαρούνες του αίματός μας,
- να μάθεις να χαμογελάς.
Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Να τος ο ήλιος
πάνω απ’ τις μπρούτζινες πολιτείες
πάνω απ’ τους πράσινους αγρούς
μες την καρδιά μας.
Νιώθω στους ώμους
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.
Ύψωσε τα ματόκλαδα.
Αστράφτει ο κόσμος
έξω από τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.
Καλοί μου άνθρωποι
πως μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε
να μη χαμογελάτε;
Ανοίχτε τα παράθυρα.
Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη
γυμνός
ν’ αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ’ αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας.
Αστράφτει ο κόσμος.
ακούραστος
Κοιτάχτε.
Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, εκδ. Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου